Του Σπύρου Μπεκατώρου
Η Ορθοδοξία είναι, από τη φύση της, Εκκλησία της Οικουμενικότητας. Η ενότητα της πίστης εκφράζεται μέσα από ποικιλία παραδόσεων, τοπικών εθίμων και λειτουργικών μορφών. Κι όμως, στη σύγχρονη συνείδηση συχνά ταυτίζεται αποκλειστικά με το «βυζαντινό τυπικό» (όχι άδικα), σαν να ήταν αυτή η μοναδική αυθεντική μορφή της ορθόδοξης λατρείας, απόρροια ιστορικών δεδομένων αιώνων. Το ερώτημα που τίθεται είναι κρίσιμο: αποτελεί η Ορθοδοξία μια Εκκλησία που δύναται να ενσωματώνει λειτουργικό πλουραλισμό, ή έχει εγκλωβιστεί σε έναν ιδιότυπο «βυζαντινισμό», όπου η βυζαντινή λειτουργική μορφή αναγορεύεται σε αποκλειστικό κριτήριο ορθοδοξίας;
Η πρόσφατη αναβίωση της Δυτικής Λειτουργικής Παραδόσεως (Western Rite Orthodoxy) έφερε στο προσκήνιο ακριβώς αυτή τη συζήτηση. Είναι άραγε δυνατή η ύπαρξη μιας «δυτικής» Θείας Λειτουργίας εντός της Ορθοδοξίας, θεμελιωμένης στην κοινή κληρονομιά των Λατίνων Πατέρων της αδιαίρετης Εκκλησίας; Ή μήπως κάτι τέτοιο συνιστά αλλοίωση, κίνδυνο δυτικισμού και διάσπαση της λειτουργικής ενότητας;
Στους πρώτους αιώνες η Εκκλησία δεν είχε μία ενιαία λειτουργική μορφή. Η λατρεία διαμορφώθηκε τοπικά, μέσα από διαφορετικές παραδόσεις:
- Στην Ανατολή υπήρχαν οι παραδόσεις του Αλεξανδρινού και Αντιοχειανού Τυπικού, που επηρέασαν την τελική διαμόρφωση της Βυζαντινής Λειτουργίας.
- Στη Δύση υπήρχαν η Ρωμαϊκή, η Γαλλικανική, η Μοζαραβική (Ισπανία) και η Αμβροσιανή (Μιλάνο).
Κοινή βάση όλων ήταν η ίδια ευχαριστιακή πίστη· οι διαφορές ήταν πολιτισμικές και τυπικές, όχι δογματικές. Η ύπαρξη ποικιλίας δεν έθετε σε κίνδυνο την ενότητα, αλλά μαρτυρούσε την καθολικότητα και την οικουμενικότητα της Εκκλησίας. Αξιοσημείωτο είναι ότι ακόμη και στη Ρώμη, την κατεξοχήν «λατινική» Εκκλησία, λειτουργική γλώσσα υπήρξε αρχικά η ελληνική. Η μετάβαση στη λατινική έγινε μόνο σταδιακά και ολοκληρώθηκε τον τέταρτο αιώνα, όταν η Εκκλησία της Ρώμης εκλατινίστηκε οριστικά. Το γεγονός αυτό δείχνει καθαρά ότι η ενότητα της πίστεως δεν εξαρτήθηκε ποτέ από μία «ιερή γλώσσα», αλλά από την κοινή ευχαριστιακή εμπειρία.[1]
Μετά το Σχίσμα του 1054, η Ανατολή ταυτίστηκε όλο και περισσότερο με τη βυζαντινή λειτουργική παράδοση, ενώ η Δύση ακολούθησε δική της πορεία. Έτσι, μετά τον ομολογιακό χωρισμό του χριστιανικού κόσμου, δημιουργήθηκε η ψευδαίσθηση ότι «ορθόδοξη λειτουργία» σημαίνει κατ’ ανάγκην «βυζαντινή λειτουργία». Όμως ιστορικά αυτό δεν ισχύει.
Ο εκχριστιανισμός των Σλάβων και των Βουλγάρων τον ένατο αιώνα αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα της έντασης ανάμεσα στον λειτουργικό πλουραλισμό και την προσπάθεια για ομοιομορφία. Οι Άγιοι Κύριλλος και Μεθόδιος ανέλαβαν την ιεραποστολή στη Μεγάλη Μοραβία. Μετέφρασαν τα ιερά βιβλία στη σλαβική γλώσσα και δημιούργησαν το αλφάβητο (το λεγόμενο κυριλλικό), ώστε οι νέοι χριστιανοί να λατρεύουν τον Θεό στη δική τους γλώσσα. Αυτή η επιλογή εξέφραζε το πνεύμα της Ορθοδοξίας: η λειτουργία μπορεί να τελείται σε κάθε γλώσσα, εφόσον εκφράζει πιστά το δόγμα.
Κοινή βάση όλων ήταν η ίδια ευχαριστιακή πίστη· οι διαφορές ήταν πολιτισμικές και τυπικές, όχι δογματικές. Η ύπαρξη ποικιλίας δεν έθετε σε κίνδυνο την ενότητα, αλλά μαρτυρούσε την καθολικότητα και την οικουμενικότητα της Εκκλησίας. Αξιοσημείωτο είναι ότι ακόμη και στη Ρώμη, την κατεξοχήν «λατινική» Εκκλησία, λειτουργική γλώσσα υπήρξε αρχικά η ελληνική. Η μετάβαση στη λατινική έγινε μόνο σταδιακά και ολοκληρώθηκε τον τέταρτο αιώνα, όταν η Εκκλησία της Ρώμης εκλατινίστηκε οριστικά. Το γεγονός αυτό δείχνει καθαρά ότι η ενότητα της πίστεως δεν εξαρτήθηκε ποτέ από μία «ιερή γλώσσα», αλλά από την κοινή ευχαριστιακή εμπειρία.
Στη Ρώμη όμως, πολλοί κληρικοί αντέδρασαν, υποστηρίζοντας ότι οι «ιερές γλώσσες» είναι μόνο τρεις: λατινικά, ελληνικά και εβραϊκά. Παρ’ όλα αυτά, ο Πάπας Αδριανός Β΄ αναγνώρισε τις σλαβικές μεταφράσεις, χειροτόνησε τον Μεθόδιο και επέτρεψε την τέλεση της Λειτουργίας στα σλαβικά. Μετά τον θάνατο του Κυρίλλου, ωστόσο, η αντίσταση του λατινικού κλήρου αναζωπυρώθηκε, και ο Μεθόδιος υπέστη διώξεις.
Παράλληλα, ο εκχριστιανισμός των Βουλγάρων (864) έφερε στην επιφάνεια μια πιο έντονη αντιπαράθεση. Ο Χαν Βόρης (βαπτισθείς Μιχαήλ) επεδίωξε να αποκτήσει αυτοκέφαλη Εκκλησία. Προσέγγισε τη Ρώμη, ζητώντας λατίνους ιερείς και λειτουργικά βιβλία στα λατινικά. Η Κωνσταντινούπολη αντέδρασε, διεκδικώντας την πνευματική δικαιοδοσία επί της Βουλγαρίας. Η κρίση κορυφώθηκε σε Σύνοδο του 869–870[2], όπου αποφασίστηκε ότι η Βουλγαρία ανήκει στην εκκλησιαστική δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Έτσι οι Βούλγαροι υιοθέτησαν το βυζαντινό τυπικό, ενώ οι προσπάθειες της Ρώμης να επιβάλει λατινική γλώσσα και λειτουργία απέτυχαν.
Το δίδαγμα είναι διπλό:
- Η Ανατολή ενσάρκωσε τον λειτουργικό πλουραλισμό με την αποδοχή της σλαβικής γλώσσας, απορρίπτοντας τον περιορισμό των τριών γλωσσών.
- Η Ρώμη επιδίωξε ομοιομορφία μέσω της λατινικής γλώσσας και του ρωμαϊκού τυπικού, ως μέσο ελέγχου.
Όμως, η τελική επικράτηση της βυζαντινής λειτουργικής παραδόσεως στους Σλάβους και Βουλγάρους σφράγισε στην ιστορική μνήμη την ταύτιση της Ορθοδοξίας με το βυζαντινό τυπικό. Κι όμως, η ιεραποστολική τόλμη των Κυρίλλου και Μεθοδίου μαρτυρεί ότι η Εκκλησία, στην καρδιά της, δεν δεσμεύεται από μία μορφή, αλλά ανοίγεται σε κάθε γλώσσα και κάθε λαό. Η επικράτηση του βυζαντινού τυπικού δεν υπήρξε καρπός δογματικής αναγκαιότητας· ήταν περισσότερο η φωνή μιας αυτοκρατορίας που ήθελε να ορίζει και τα όρια του Θεού. Για τον Βυζαντινό αυτοκράτορα, η Κωνσταντινούπολη ήταν «ομφαλός του κόσμου», το νέο κέντρο του Imperium Romanum, η γη από όπου έπρεπε να πηγάζει όχι μόνο η πολιτική εξουσία αλλά και η πνευματική μορφή της πίστεως. Έτσι, η λατρεία χρησιμοποιήθηκε ως όργανο πολιτικής συνοχής. Κι όμως, πίσω από αυτό το ιστορικό γεγονός διαφαίνεται μια άλλη αλήθεια: η Εκκλησία δεν είναι δέσμια ενός πολιτισμού, αλλά ελεύθερη να εκφράζει το μυστήριο του Χριστού μέσα από ποικιλία μορφών. Η ποικιλία αυτή δεν απειλεί την ενότητα· αντιθέτως, την αποδεικνύει. Διότι η καθολικότητα δεν είναι ομοιομορφία, αλλά τολμηρή ικανότητα να χωρά ο κόσμος ολόκληρος μέσα στη λατρεία του Θεού.
Για να περάσουμε στη σύγχρονη εποχή, κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, ομάδες δυτικών χριστιανών (παλαιοκαθολικοί & αγγλικανοί) που επιζητούσαν την ένωση με την Ορθοδοξία έθεσαν το ερώτημα: μπορούν να γίνουν δεκτοί χωρίς να αποκοπούν από τη δική τους λειτουργική παράδοση;
Η Ρωσική Εκκλησία διερεύνησε το θέμα και το 1904 μια συνοδική επιτροπή απεφάνθη θετικά: οι δυτικές λειτουργίες μπορούν να διατηρηθούν, εφόσον «καθαριστούν» από μεταγενέστερες παπικές προσθήκες. Έτσι γεννήθηκαν οι λειτουργικές μορφές του Αγίου Γρηγορίου (παλαιά ρωμαϊκή λειτουργία) και του Αγίου Τύχωνος (προσαρμογή αγγλικανικού τύπου). Σήμερα υπάρχουν ενορίες Δυτικού Τυπικού στις ΗΠΑ (υπαγόμενες κυρίως στο Πατριαρχείο Αντιοχείας και στη ROCOR[3]), οι οποίες τελούν θεία λατρεία με βάση τα δυτικά λειτουργικά βιβλία, πάντοτε με ορθόδοξες δογματικές προσαρμογές.
Οι αντίπαλοι του Δυτικού Τυπικού, από την εποχή της επαναφοράς του στο ιστορικό και λειτουργικό προσκήνιο του Ορθόδοξου κόσμου, συχνά προβάλλουν ενστάσεις που δεν είναι αμελητέες. Ένας πρώτος φόβος είναι ο κίνδυνος «λατινισμού» ή «δυτικισμού» μέσα στην Ορθοδοξία. Θεωρούν ότι η είσοδος μιας δυτικής λειτουργικής μορφής μπορεί να αλλοιώσει την πνευματικότητα της Εκκλησίας, εισάγοντας στοιχεία ξένα προς τη βυζαντινή παράδοση που έχει κυριαρχήσει αιώνες τώρα. Παράλληλα, τονίζουν τον φόβο πως αυτό θα έχει το φυσικό επακόλουθο της δημιουργίας μιας «παράλληλης Εκκλησίας» μέσα στην ίδια την Εκκλησία· μιας κατάστασης όπου θα συνυπάρχουν δύο τυπικά τόσο διαφορετικά, ώστε να δημιουργούν ψυχολογικό χάσμα ανάμεσα σε «βυζαντινούς» και «δυτικούς» Ορθοδόξους. Μια άλλη αντίρρηση αφορά την ιστορική συνέχεια. Οι σημερινές δυτικές λειτουργίες, λένε, δεν είναι τίποτε άλλο παρά «ανακατασκευές» παλαιών τύπων, προσαρμοσμένων και διορθωμένων εκ των υστέρων, χωρίς ζωντανή παράδοση αιώνων όπως η βυζαντινή λειτουργία. Τέλος, επισημαίνουν ότι ο λειτουργικός πλουραλισμός μπορεί να απειλήσει την ομοιομορφία της ορθόδοξης εμπειρίας· ότι η ύπαρξη διαφορετικών λειτουργικών μορφών θα διασπάσει την κοινή αίσθηση ενότητας, η οποία σήμερα βρίσκει έκφραση στη σχεδόν αποκλειστική χρήση του βυζαντινού τυπικού.
. Για τον Βυζαντινό αυτοκράτορα, η Κωνσταντινούπολη ήταν «ομφαλός του κόσμου», το νέο κέντρο του Imperium Romanum, η γη από όπου έπρεπε να πηγάζει όχι μόνο η πολιτική εξουσία αλλά και η πνευματική μορφή της πίστεως. Έτσι, η λατρεία χρησιμοποιήθηκε ως όργανο πολιτικής συνοχής. Κι όμως, πίσω από αυτό το ιστορικό γεγονός διαφαίνεται μια άλλη αλήθεια: η Εκκλησία δεν είναι δέσμια ενός πολιτισμού, αλλά ελεύθερη να εκφράζει το μυστήριο του Χριστού μέσα από ποικιλία μορφών. Η ποικιλία αυτή δεν απειλεί την ενότητα· αντιθέτως, την αποδεικνύει. Διότι η καθολικότητα δεν είναι ομοιομορφία, αλλά τολμηρή ικανότητα να χωρά ο κόσμος ολόκληρος μέσα στη λατρεία του Θεού.
Ωστόσο, τα επιχειρήματα αυτά, αν εξεταστούν προσεκτικά, δεν αναιρούν αλλά μάλλον αναδεικνύουν την αναγκαιότητα του λειτουργικού πλουραλισμού. Η ενότητα της Εκκλησίας είναι δογματική και όχι τυπική. Η Ορθοδοξία δεν είναι μια πολιτισμική λέσχη όπου όλοι πρέπει να φορούν την ίδια ενδυμασία και να μιλούν την ίδια γλώσσα, αλλά το Σώμα του Χριστού που ενοποιεί μέσα του έθνη, γλώσσες και πολιτισμούς. Δεν υπήρξε ποτέ στην ιστορία μία και μοναδική μορφή λειτουργίας. Αντιθέτως, ήδη από τους πρώτους αιώνες, η Εκκλησία γνώρισε πολλαπλές λειτουργικές οικογένειες, ανατολικές και δυτικές, όλες εξίσου αυθεντικές, όλες φορείς της ίδιας πίστης.
Επιπλέον, η δυτική λειτουργική παράδοση δεν είναι μια ξένη εισαγωγή, αλλά κομμάτι της κοινής κληρονομιάς της αδιαίρετης Εκκλησίας. Οι Λατίνοι Πατέρες, από τον Κυπριανό και τον Αμβρόσιο μέχρι τον Αυγουστίνο και τον Λέοντα, θεμελίωσαν μια ευχαριστιακή θεολογία που είναι απολύτως ορθόδοξη (είτε θεολογικά αναγνωσμένη, είτε ακόμη και ομολογιακά). Η δυτική πατερική θεολογική παράδοση είναι σαφώς ευχαριστιακή, ορθόδοξη, χριστοκεντρική και εκκλησιολογική. Η έμφαση στην πραγματική παρουσία[4], στην ενότητα της Εκκλησίας μέσω της Ευχαριστίας[5], στη μεταμόρφωση του πιστού μέσω της μετοχής στο Σώμα και το Αίμα του Χριστού[6], όλα αυτά δεν είναι ξένα προς την ορθόδοξη πίστη· είναι ταυτοτικά της. Το να απορρίψουμε το Δυτικό Τυπικό σημαίνει να αρνηθούμε ένα κομμάτι του ίδιου μας του εαυτού, της κοινής μας παράδοσης.
Η ποιμαντική διάσταση επίσης είναι καίρια. Σε έναν κόσμο παγκοσμιοποιημένο, όπου η Ορθοδοξία επεκτείνεται σε κοινωνίες δυτικού πολιτισμού, η δυνατότητα τέλεσης της Λειτουργίας με μορφές οικείες προς τον πολιτισμό αυτόν μπορεί να αποτελέσει γέφυρα· όχι συμβιβασμό αλλά ενσάρκωση. Χριστιανοί δυτικής παραδόσεως μπορούν να βρουν στην Ορθοδοξία μια οικεία μορφή λατρείας, χωρίς να αισθάνονται ότι πρέπει να απεκδυθούν την πολιτισμική τους ταυτότητα για να ενταχθούν στην Εκκλησία. Δεν πρόκειται για παραχώρηση, αλλά για πιστή εφαρμογή της αρχής της οικουμενικότητας: μία πίστη, πολλαπλές εκφράσεις.
Όσο για την ιστορική νομιμότητα, η ίδια η πορεία της Εκκλησίας αποδεικνύει ότι ο λειτουργικός πλουραλισμός υπήρξε η κανονικότητα. Η ύπαρξη διαφορετικών τυπικών σε Ανατολή και Δύση (πολύ πριν το Σχίσμα και χωρίς την παραμικρή νύξη για λειτουργικές «παραβάσεις» εκατέρωθεν), οι τοπικές παραδόσεις, η γλωσσική πολυμορφία, όλα αυτά δεν απείλησαν την ενότητα της Εκκλησίας πριν από τη διάσπαση. Αντιθέτως, την εξέφραζαν με τρόπο γνήσιο και καθολικό. Οπότε το επιχείρημα ότι οι σύγχρονες δυτικές λειτουργίες είναι «ανακατασκευές» δεν έχει ιδιαίτερη βαρύτητα· και η ίδια η βυζαντινή λειτουργία πέρασε από στάδια διαμόρφωσης, αναθεωρήσεων και προσαρμογών (μια συζήτηση που είχε έρθει στο προσκήνιο, όχι αρκετά γόνιμα ομολογώ, την περίοδο του κορονοϊού) . Η παράδοση δεν είναι στατικός βράχος, αλλά ζωντανό ποτάμι. Η Ορθοδοξία δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο από γάργαρο, τρεχούμενο νερό κα όχι λιμνάζοντα ύδατα, όπου ελλοχεύει ο κίνδυνος μετατροπής τους σε έλος.
Τέλος, η ανησυχία ότι ο πλουραλισμός θα διασπάσει την ενότητα της εμπειρίας δεν στέκει θεολογικά. Η ενότητα της Εκκλησίας δεν είναι η ομοιομορφία, αλλά η κοινωνία ἐν Πνεύματι. Η διαφορετικότητα των λειτουργικών μορφών μπορεί να αναδείξει ακόμη πιο έντονα την ενότητα της πίστης. Η οικουμενικότητα, μέσω του λειτουργικού πλουραλισμού, δεν σημαίνει ισοπέδωση αλλά ποικιλία που μαρτυρεί τον ίδιο Χριστό σε διαφορετικούς πολιτισμούς.
Συνεπώς, ενώ οι αντιρρήσεις ενδέχεται να έχουν μια ανθρώπινη βάση φόβου και συνήθειας, η θεολογική και ιστορική πραγματικότητα συνηγορεί υπέρ του λειτουργικού πλουραλισμού. Το Δυτικό Τυπικό δεν είναι κίνδυνος αλλά ευκαιρία· όχι απειλή αλλά μαρτυρία. Αν η Ορθοδοξία το αγκαλιάσει, θα δείξει ότι παραμένει Εκκλησία καθολική – όπως λέει και το ίδιο το Σύμβολο της Πίστεως που ομολογεί κάθε Κυριακή –, ικανή να στεγάζει όλους τους λαούς και πολιτισμούς χωρίς να προδίδει την ουσία της πίστης της.
Όσο για την ιστορική νομιμότητα, η ίδια η πορεία της Εκκλησίας αποδεικνύει ότι ο λειτουργικός πλουραλισμός υπήρξε η κανονικότητα. Η ύπαρξη διαφορετικών τυπικών σε Ανατολή και Δύση (πολύ πριν το Σχίσμα και χωρίς την παραμικρή νύξη για λειτουργικές «παραβάσεις» εκατέρωθεν), οι τοπικές παραδόσεις, η γλωσσική πολυμορφία, όλα αυτά δεν απείλησαν την ενότητα της Εκκλησίας πριν από τη διάσπαση. Αντιθέτως, την εξέφραζαν με τρόπο γνήσιο και καθολικό. Οπότε το επιχείρημα ότι οι σύγχρονες δυτικές λειτουργίες είναι «ανακατασκευές» δεν έχει ιδιαίτερη βαρύτητα· και η ίδια η βυζαντινή λειτουργία πέρασε από στάδια διαμόρφωσης, αναθεωρήσεων και προσαρμογών (μια συζήτηση που είχε έρθει στο προσκήνιο, όχι αρκετά γόνιμα ομολογώ, την περίοδο του κορονοϊού) .
Εδώ, βέβαια, χρειάζεται διάκριση. Ο Βυζαντινός λειτουργικός τύπος είναι θησαυρός ανεκτίμητος, με βαθιά θεολογία, πλούσια υμνογραφία και αισθητική. Ωστόσο, όταν αυτός αναγορεύεται σε αποκλειστικό κριτήριο ορθοδοξίας, τότε πέφτουμε σε «βυζαντινισμό»: μια νοοτροπία ακαμψίας και ταύτισης της Εκκλησίας με ένα συγκεκριμένο πολιτισμικό σχήμα. Η Ορθοδοξία όμως είναι Εκκλησία παγκόσμια, καθολική, που μπορεί να εκφράζει την ίδια πίστη σε πολλαπλές πολιτισμικές μορφές. Η θεολογική βάση αυτού είναι η ίδια η ενανθρώπηση: ο Χριστός ενσαρκώνεται σε κάθε τόπο και χρόνο.
Το ερώτημα, λοιπόν, «Λειτουργικός πλουραλισμός ή Βυζαντινισμός;» δεν είναι απλώς θεωρητικό. Αγγίζει τον ίδιο τον χαρακτήρα της Ορθοδοξίας. Η ιστορία της Εκκλησίας δείχνει ότι λειτουργικός πλουραλισμός υπήρξε πραγματικότητα για αιώνες. Οι Λατίνοι Πατέρες μαρτυρούν μια απολύτως ορθόδοξη θεολογία της Ευχαριστίας, η οποία θεμελιώνει τη Δυτική Λειτουργική Παράδοση, την οποία οι ίδιοι διαμόρφωσαν σε πολύ μεγάλο βαθμό[7]. Η απόρριψή της δεν έχει δογματική βάση, αλλά οφείλεται κυρίως σε ιστορικο-πολιτισμικές συγκυρίες.
Η συζήτηση αυτή, όμως, δεν περιορίζεται μόνο σε ιστορικά παραδείγματα και ασφαλώς, δεν πρέπει. Στη σημερινή εποχή, η Ορθοδοξία καλείται να δώσει απαντήσεις σε νέες ποιμαντικές και λειτουργικές προκλήσεις, καθώς γνωρίζει σταδιακή αναβίωση στη Δύση. Η συζήτηση για τον λειτουργικό πλουραλισμό αποκτά ιδιαίτερο βάρος αν ιδωθεί στο φως της σημερινής παρουσίας της Ορθοδοξίας στον Δυτικό κόσμο. Τα τελευταία χρόνια, μελέτες και στατιστικά δεδομένα δείχνουν ότι, έστω και συγκρατημένα, η Ορθοδοξία γνωρίζει μια αναζωογόνηση στη Δύση.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο αριθμός των Ορθοδόξων αυξήθηκε από περίπου 460.000 στις αρχές του 20ου αιώνα σε σχεδόν 2 εκατομμύρια στις αρχές του 21ου. Μάλιστα, μεταξύ 2000–2010 σημειώθηκε αύξηση 16% στον αριθμό των ενοριών. Αν και μια πρόσφατη απογραφή (2020) καταγράφει μια μικρή μείωση, η συνολική εικόνα δείχνει μια σταθερή και διαρκή παρουσία που καλύπτει περίπου το 1% του αμερικανικού πληθυσμού. Στη Δυτική Ευρώπη, η Ορθοδοξία αναπτύσσεται κυρίως χάρη στη μετανάστευση από την Ανατολική Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή. Στην Αυστρία, για παράδειγμα, το ποσοστό των Ορθοδόξων αυξήθηκε από 2,2% (2001) σε 7,2% (2021) του πληθυσμού. Παρόμοιες αυξητικές τάσεις καταγράφονται στην Ιρλανδία (διπλασιασμός μεταξύ 2006-2011), αλλά και σε χώρες όπως η Γερμανία, η Ισπανία και η Ιταλία.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι μεταστροφές. Μελέτες και δημοσιεύματα αναφέρουν ότι στις ΗΠΑ καταγράφεται σημαντική αύξηση νέων ενηλίκων – ιδίως νέων ανδρών – που εισέρχονται στην Ορθόδοξη Εκκλησία, αναζητώντας μια πνευματικότητα με βάθος, αυστηρότητα και συνέπεια. Μάλιστα, σε ορισμένες ενορίες το ποσοστό αυτών που προσελκύονται στην Ορθοδοξία έχει αυξηθεί πάνω από 70% σε σχέση με λίγα χρόνια πριν. Κατά την περίοδο της πανδημίας COVID-19, έρευνα έδειξε ότι οι Ορθόδοξες ενορίες στις ΗΠΑ έμειναν ανοιχτές σε ποσοστό πολύ υψηλότερο από το σύνολο των άλλων χριστιανικών δογμάτων. Σε ορισμένα μέρη (π.χ. Χιούστον, Τέξας) αναφέρθηκε ακόμη και αύξηση 20% στη συμμετοχή των πιστών, γεγονός που δείχνει την ανθεκτικότητα και την ελκυστικότητα της ορθόδοξης λατρείας.
Όλα αυτά τα στοιχεία δεν συνιστούν «μαζική αναβίωση»· όμως δείχνουν μια σαφή τάση ανανέωσης. Η Ορθοδοξία αποκτά ορατότητα στη Δύση και προσελκύει νέους ανθρώπους που διψούν για γνησιότητα. Αυτό όμως φέρνει στο προσκήνιο ξανά το βασικό ερώτημα: πώς θα μπορέσει η Ορθοδοξία να στεγάσει αυτή τη νέα πραγματικότητα; Με αποκλειστικό βυζαντινισμό, που συχνά αποξενώνει όσους δεν ανήκουν πολιτισμικά σε αυτόν; Ή με έναν λειτουργικό πλουραλισμό, ο οποίος, όπως μαρτυρεί η ιστορία, όχι μόνο είναι θεμιτός, αλλά και συστατικό στοιχείο της οικουμενικότητάς της;
Αν η Ορθοδοξία θέλει να παραμείνει η Εκκλησία των πραγματικών εννοιών της εν Χριστώ καθολικότητας και οικουμενικότητας και όχι μια τοπική ελληνο-βυζαντινή ιδιομορφία ως ψυχολογικό ή ταυτοτικό καταφύγιο (αναφέρομαι στο τυπικό και όχι στη γλώσσα), τότε οφείλει να αγκαλιάσει την πολυμορφία της δικής της λειτουργικής κληρονομιάς. Μια κληρονομιά, που η ρίζα της είναι τόσο δυτική/λατινική, όσο και ανατολική/ελληνική. Αυτό δεν σημαίνει σχετικισμό ούτε διάσπαση· σημαίνει να εκφράζεται η μία πίστη μέσα από τον πλούτο των παραδόσεων, τις οποίες το Άγιο Πνεύμα επέτρεψε να αναβλύσουν[8]. Παραδόσεις που εκπορεύονται από την επιθυμία των λαών που γνώρισαν το Σωτηριώδες έργο του Χριστού, να λατρέψουν και να υμνήσουν τον Θεό-Πατέρα, διά του Υιού Του, ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι. Η Ορθοδοξία δεν έχει λόγο να φοβηθεί τον λειτουργικό πλουραλισμό. Αντιθέτως, κινδυνεύει όταν ταυτίζεται με έναν στενό πολιτισμικό «βυζαντινισμό». Η Εκκλησία είναι κάλεσμα προς όλον τον κόσμο· και ο κόσμος χρειάζεται να δει ότι η Ορθοδοξία δεν είναι μουσειακό απολίθωμα ενός πολιτισμού, αλλά ζωντανή οικουμενική πραγματικότητα που αγκαλιάζει και μεταμορφώνει κάθε παράδοση.
[1] A.G. Martimort: “The Dialogue between God and his People”, στο A.G. Martimort, επιμ.: The Church at Prayer, Collegeville, 1992, I, σελ. 161-165.
[2] Η Τέταρτη Σύνοδος της Κωνσταντινούπολης (ονομαζόμενη και Έβδομη Οικουμενική Σύνοδος από την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία) συνήλθε στην Κωνσταντινούπολη από τις 5 Οκτωβρίου 869 έως τις 28 Φεβρουαρίου 870.
[3] Η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία εκτός Ρωσίας (ρωσικά: Ру́сская Правосла́вная Це́рковь Заграни́цей, РПЦЗ, Russkaya Pravoslavnaya Tserkov’ Zagranitsey, αγγλικά: Russian Orthodox Church Outside Russia, η οποία είναι περισσότερο γνωστή με τα αρχικά ROCOR), αποτελεί ημιαυτόνομη δικαιοδοσία της Ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ιδρύθηκε ως Ορθόδοξη δικαιοδοσία σε απάντηση στην πολιτική των μπολσεβίκων, αναφορικά με την θρησκεία εντός της Σοβιετικής Ένωσης, αμέσως μετά την Ρωσική Επανάσταση του 1917, ενώ αποσχίστηκε από το Πατριαρχείο Μόσχας το 1927 αφότου ο Πατριάρχης Μόσχας Σέργιος δήλωσε πίστη στο σοβιετικό κράτος. Η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία εκτός Ρωσίας υπέγραψε μία Συνθήκη Κανονικής Επανένωσης με το Πατριαρχείο Μόσχας στις 17 Μαΐου του 2007, αποκαθιστώντας με αυτόν τον τρόπο την Κανονική σχέση μεταξύ των δύο αυτών Εκκλησιών.
[4] Κυπριανός Καρχηδόνος: «Calix Domini non est aqua sola nec vinum solum, sed utrumque in unum commixtum.» («Το ποτήρι του Κυρίου δεν είναι μόνο νερό ούτε μόνο κρασί, αλλά και τα δύο μαζί.») (Ep. 63, 13). Αμβρόσιος Μεδιολάνων: «Ante benedictionem aliud est nomen, post benedictionem corpus Christi significatur.» («Πριν την ευλογία είναι άλλο όνομα, μετά την ευλογία σημαίνεται το Σώμα του Χριστού.») (De Mysteriis 9.52). Γρηγόριος ο Διάλογος (Μέγας): «Panis ille… cum verbis sacris consecratur, corpus Christi efficitur.» («Ο άρτος… όταν καθαγιαστεί με τα ιερά λόγια, γίνεται σώμα Χριστού.») (Dialogi 4.58). Ισίδωρος Σεβίλλης: «Corpus Christi et sanguis in altari mystice conficitur.» («Το σώμα και το αίμα του Χριστού συντελείται μυστικά στην αγία τράπεζα.») (De Eccl. Officiis 1.18.6).
[5] Ιερός Αυγουστίνος (Ιππώνος): «O sacramentum pietatis, o signum unitatis, o vinculum caritatis!» («Ω, μυστήριο ευσέβειας! Ω, σημείο ενότητας! Ω, δεσμός αγάπης!») (Sermo 272).
[6] Λέων ο Μέγας: «Participatio corporis et sanguinis Christi hoc efficit, ut in id quod sumimus transeamus.» («Η μετοχή στο σώμα και αίμα του Χριστού μας μεταβάλλει σε αυτό που λαμβάνουμε.») (Sermo 63,7). Ιερός Αυγουστίνος (Ιππώνος): «Accipite quod estis, et estote quod accipitis: corpus Christi.» («Λάβετε αυτό που είστε, και γίνετε αυτό που λαμβάνετε: το Σώμα του Χριστού.») (Sermo 227).
[7] Ιδιαίτερη μνεία αξίζει στον Πάπα Γρηγόριο Α΄ (τον Μέγα, 590–604), ο οποίος άφησε ανεξίτηλο στίγμα στη ρωμαϊκή λειτουργική παράδοση. Δεν εισήγαγε μια νέα λειτουργία, αλλά αναθεώρησε και οργάνωσε την ήδη υπάρχουσα μορφή της ρωμαϊκής Ευχαριστίας. Μετακίνησε την Κυριακή Προσευχή αμέσως μετά τον καθαγιασμό, τονίζοντας έτσι τον δεσμό ανάμεσα στη μετοχή στο Σώμα και Αίμα του Χριστού και στην προσευχή που Εκείνος δίδαξε στους μαθητές Του. Πρόσθεσε στον Κανόνα τη φράση: «diesque nostros in tua pace disponas» («διέταξε τις ημέρες μας εν ειρήνη Σου»), ενώ ταυτόχρονα απλοποίησε ορισμένα επαναλαμβανόμενα μέρη και οργάνωσε με σαφήνεια τις προσευχές και τις ευχαριστίες μετά τη Θεία Κοινωνία. Η συμβολή του συνδέεται επίσης με την οριστική καθιέρωση της ρωμαϊκής ψαλτικής παράδοσης, που η Δύση διαφύλαξε ως «Γρηγοριανό Μέλος». Γι’ αυτό και η Δυτική Ορθόδοξη Λειτουργία, όπως τελείται σήμερα στο Δυτικό Τυπικό (Western Rite), αναφέρεται συχνά ως «Λειτουργία του Αγίου Γρηγορίου». Η συμβολή του Γρηγορίου αποδεικνύει ότι η παράδοση της Εκκλησίας δεν είναι παγωμένο σχήμα, αλλά ζωντανή ροή που οργανώνεται και ανανεώνεται χωρίς να αλλοιώνει το ουσιαστικό της περιεχόμενο.
[8] Ιω. 3, 8: «τὸ πνεῦμα ὅπου θέλει πνεῖ, καὶ τὴν φωνὴν αὐτοῦ ἀκούεις, ἀλλ᾿ οὐκ οἶδας πόθεν ἔρχεται καὶ ποῦ ὑπάγει· οὕτως ἐστὶ πᾶς ὁ γεγεννημένος ἐκ τοῦ Πνεύματος».
Σπύρος Μπεκατώρος
O Σπύρος Μπεκατώρος είναι Διδάκτωρ της Καθολικής Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Στρασβούργου (Απόφοιτος Ποιμαντικής & Κοινωνικής Θεολογίας του ΑΠΘ) και τα τελευταία 7 χρόνια εργάζεται ως Καθηγητής-Θεολόγος στην Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση.


Leave a Reply